- δυστύχημα
- το (AM δυστύχημα)ατύχημα, κακοτυχίανεοελλ.θάνατοςαρχ.στρατιωτική καταστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυστύχημα — piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστύχημα — το πάθημα σοβαρό, δυσάρεστο συμβάν, καταστροφή, ατύχημα: Οι γονείς τους σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστύχημ' — δυστύχημα , δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχημάτων — δυστύχημα piece of ill luck neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασιν — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματα — δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματος — δυστύχημα piece of ill luck neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek